- θεσπιδαής
- θεσπιδαής, -ές (Α) (επικ. τ.) αυτός τον οποίο έχει ανάψει ο θεός, αυτός που καίει δυνατά, ο σφοδρός («θεσπιδαές πυρ»).[ΕΤΥΜΟΛ. < θέσπις + -δαής (< δάος < δαίω «ανάβω, καίω»), πρβλ. ημι-δαής, πυρ-δαής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεσπιδαές — θεσπιδαής kindled by a god masc/fem voc sg θεσπιδαής kindled by a god neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσπιδαοῦς — θεσπιδαής kindled by a god masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέσπις — (6ος αι. π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Καταγόταν από τον αττικό δήμο Ικαρία (τον σημερινό Διόνυσο). Συγκεκριμένη και άμεση πληροφορία γι’ αυτόν παρέχει το Πάριο Μάρμαρο, χρονικό που αναφέρει ότι ο Θ. κέρδισε το 535 π.Χ. την πρώτη νίκη στα Μεγάλα… … Dictionary of Greek